- διπλοίζω
- διπλοίζωpres subj act 1st sgδιπλοίζωpres ind act 1st sgδιπλοΐζω , διπλοίζωpres subj act 1st sgδιπλοΐζω , διπλοίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλοΐζω — (Α) [διπλούς] διπλασιάζω … Dictionary of Greek
διπλοίζει — διπλοίζω pres ind mp 2nd sg διπλοίζω pres ind act 3rd sg διπλοΐζει , διπλοίζω pres ind mp 2nd sg διπλοΐζει , διπλοίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοίζειν — διπλοίζω pres inf act (attic epic) διπλοΐζειν , διπλοίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)